στεάτωμα

στεάτωμα
στεᾱτ-ωμα, ατος, τό,
A sebaceous tumour, Dsc.Eup.1.148, Antyll. ap. Orib.45.2.1, Gal.10.158, Poll.4.203:—also [var] Dim. [suff] στεᾱτ-ωμάτιον, τό, Heliod. ap. Orib. 45.5.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στεάτωμα — sebaceous tumour neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεάτωμα — το, ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. κάθε όγκος που περιέχει λιπώδη ιστό, όπως είναι το ψευδαθήρωμα, το χολοστεάτωμα κ.ά. 2. ζωολ. γένος αραχνιδίων αρχ. στεατώδες οίδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, ατος + ωμα (πρβλ. πέπλος: πέπλωμα)] …   Dictionary of Greek

  • στεάτωμα — το είδος σκληρού λιπώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στεατωμάτων — στεάτωμα sebaceous tumour neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατώμασι — στεάτωμα sebaceous tumour neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατώμασιν — στεάτωμα sebaceous tumour neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατώματα — στεάτωμα sebaceous tumour neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατώματι — στεάτωμα sebaceous tumour neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατώματος — στεάτωμα sebaceous tumour neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατωμάτιον — τὸ, Α [στεάτωμα, ατος] μικρό στεάτωμα …   Dictionary of Greek

  • στεατοκήλη — η, ΝΑ νεοελλ. στεάτωμα* αρχ. λιπώδης ή σμηγματώδης κήλη τού οσχέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, ατος + κήλη (πρβλ. βρογχο κήλη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”